- κωλῦσαι
- κωλύωhinderaor inf act
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
κωλύσαι — κωλύ̱σαῑ , κωλύω hinder aor opt act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κωλῦσ' — κωλῦσαι , κωλύω hinder aor inf act … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
παρεξελαύνω — ΜΑ [εξελαύνω] εξέρχομαι από κάτι («τοῡ ἀγαθοῡ παρατρέπη καὶ παρεξελαύνῃ», Νικ. Δαυίδ) αρχ. 1. περνώ οδηγώντας, προχωρώ κοντά σε κάποιον 2. υπερτερώ σε αγώνα, ξεπερνώ («εἰ γὰρ κ ἐν νύσση γε παρεξελάσησθα διώκων», Ομ. Ιλ.) 2. περνώ κωπηλατώντας,… … Dictionary of Greek